- ψυχρότατον
- ψῡχρότατον , ψυχρόςcoldmasc acc superl sgψῡχρότατον , ψυχρόςcoldneut nom/voc/acc superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάλκιος — μάλκιος, ον (Α) [μάλκη] 1. αυτός που επιφέρει μούδιασμα, νάρκη, λόγω τής ψυχρότητάς του 2. πολύ ψυχρός 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «μάλκιον ψυχρόν μαλκίστατον ψυχρότατον» β) «μαλκιώτατον μαλακώτατον» … Dictionary of Greek